εκστατικός

εκστατικός
η , ό[ν] восторженный; экстатический, исступлённый;

μένω εκστατικός — а) впадать в экстаз; — быть в экстазе, в восторге; — б) изумляться, быть в изумлении


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εκστατικός" в других словарях:

  • ἐκστατικός — inclined to depart from masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • εκστατικός — ή, ό επίρρ. ά 1. που βρίσκεται σε έκσταση. 2. κατάπληκτος, εμβρόντητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐκστατικά — ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc pl ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc/acc dual ἐκστατικά̱ , ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικώτερον — ἐκστατικός inclined to depart from adverbial comp ἐκστατικός inclined to depart from masc acc comp sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικῶν — ἐκστατικός inclined to depart from fem gen pl ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικόν — ἐκστατικός inclined to depart from masc acc sg ἐκστατικός inclined to depart from neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικαί — ἐκστατικός inclined to depart from fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοῖς — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοί — ἐκστατικός inclined to depart from masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκστατικοῦ — ἐκστατικός inclined to depart from masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»